Έψαχνα να βρω κομμάτια του διαμελισμένου εαυτού μου απελπισμένα
να διώξω τα ίχνη των σκέψεων που φοβάμαι στο σκοτάδι
να προλάβω το έρωτα που δεν θα ζήσω ποτέ
να ξετυλίξω τα κουβάρια μου και να τυλιχτώ μαζί τους
να πνιγώ στην ανέλπιστη αγκαλιά μου, μόνη
να κοιτάχτώ στον καθρέφτη και να μην απλώσει η ματιά μου στο άδειο δωμάτιο
και χωρίς να το καταλάβω απλώθηκα στην δική σου όψη
και βυθίστηκα με τον νου μου μέσα στα χέρια σου
και μπέρδεψα τα κουβάρια μου με τα δικά σου,
τυλίχτηκα μαζί σου
έγινες ο έρωτας που δεν έζησα ποτε
έγινα η σκέψη που φοβήθηκα να μην ειπωθεί
και χάθηκα ανάμεσα στα δικά σου σκόρπια κομμάτια
μάταια προσπαθώντας
να δω με τα δικά μάτια σου τον σχηματισμό μου.
Φύτρωνε όλη νύχτα
ώσπου το πρωί ξημέρωσε
και έμοιαζε το φως να καίει την εικόνα σου
και θόλωνε ο νους μου απ όλα αυτά τα ανείπωτα
Φύλαξα και εγώ εκείνες τις απαγορευμένες
πτυχές της αλήθειας μου
μην τυχόν τις αγγίξει η πραγματικότητά σου
και άκουσα τις πνοές τους να χάνονται
Και όταν συνάντησαν τα θέλω μου
το ίδιο λεωφορείο που χε τα φώτα του σβηστά
χάθηκα στα σοκάκια
της παρανοικής ευτυχίας μου
Και πάνω στην σκιά της νύχτας
ξεχύθηκε το φως της μέρας
και μισόκλεισα τα μάτια
προσπαθώντας μη δω τον πόθο που
φύτρωνε όλη νύχτα χωρίς να ξημερωθεί ποτέ