Βγήκε στον δρόμο και ήταν μόνη.
Πώς αλλιώς θα μπορούσε να ήταν δηλαδή;
Περπάτησε μέχρι το τέλος
και έμεινε αναποφάσιστη να κοιτά τον δρόμο που δεν μπορούσε να ακολουθήσει.
Ψιχάλισε και έπεσαν οι πόθοι της ένας ένας,
έγιναν δακρυα στο σώμα της,
έγιναν γυαλιά μπηγμένα στο κορμί της,
έγιναν σκέψεις άπιαστες και πέταξαν,
έγιναν οι άνθρωποι που ήταν δίπλα της και αυτοί που έφυγαν βιαστικά,
έγιναν αρμοί στην συνείδησή της.
Θυμήθηκε τότε ανακουφισμένη την μοναξιά της,
τα σύνορα που όριζαν την ύπαρξή της,
αγκάλιασε με στοργή την θέση της στο χάρτη του μυαλού της,
δέθηκε σφιχτά με το σχοινί των αδυσώπητων αναμνήσεων που την ταλάνιζαν,
και απόλαυσε την ανυπέρβλυτη ομορφιά του βασανιστικού πόνου.